ελλαδίτης

ελλαδίτης
ο
θηλ. -ισσα ελλαδικός (βλ. λ., 2): Στην Κύπρο υπηρετούν ελλαδίτες αξιωματικοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”